↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακοομετρία οι ακοομετρίες
      γενική της ακοομετρίας των ακοομετριών
    αιτιατική την ακοομετρία τις ακοομετρίες
     κλητική ακοομετρία ακοομετρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ακοομετρία < ακοόμετρο < ακοή + -μετρο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ακοομετρία θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία