Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η ακουστική
      γενική της ακουστικής
    αιτιατική την ακουστική
     κλητική ακουστική
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακουστική < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική acoustique < αρχαία ελληνική ἀκουστικόν < ἀκουστικός < ἀκούω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ακουστική θηλυκό

  1. κλάδος της επιστήμης της φυσικής που μελετά τον ήχο
  2. η μετάδοση του ήχου σε κάποιο χώρο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ακουστική

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία