ακοομετρικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακοομετρικός < ακοομετρία
Επίθετο επεξεργασία
ακοομετρικός
- που αφορά ακοομετρία, ακοομέτρηση ή ακοόμετρο
επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακοομετρικός