Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ακουσμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ακουσμέν
ος
η
ακουσμέν
η
το
ακουσμέν
ο
γενική
του
ακουσμέν
ου
της
ακουσμέν
ης
του
ακουσμέν
ου
αιτιατική
τον
ακουσμέν
ο
την
ακουσμέν
η
το
ακουσμέν
ο
κλητική
ακουσμέν
ε
ακουσμέν
η
ακουσμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ακουσμέν
οι
οι
ακουσμέν
ες
τα
ακουσμέν
α
γενική
των
ακουσμέν
ων
των
ακουσμέν
ων
των
ακουσμέν
ων
αιτιατική
τους
ακουσμέν
ους
τις
ακουσμέν
ες
τα
ακουσμέν
α
κλητική
ακουσμέν
οι
ακουσμέν
ες
ακουσμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ακουσμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ακούω
Μετοχή
επεξεργασία
ακουσμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
ακούω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ακουσμένος