Δείτε επίσης: ἀκροῶμαι

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ακροώμαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκροάομαι, -ῶμαι

ακροώμαι, στ.μέλλ.: θα ακροαστώ, αόρ.: ακροάστηκα (αποθετικό ρήμα)

  1. ακούω προσεκτικά
  2. δέχομαι σε ακρόαση
  3. (για γιατρό) εξετάζω ασθενή χρησιμοποιώντας στηθοσκόπιο
     συνώνυμα: ακροάζομαι

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ακροάζομαι

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία