Δείτε επίσης: ἀφουγκράζομαι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αφουγκράζομαι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀφουκράζομαι (με τροπή [k] > [g], τύπος του ἀφοκράζομαι με τροπή [o] > [u] / ἀφοκροῦμαι (κατά το σχήμα κρεμώ - κρεμάζω) < *ἐπακροῦμαι < αρχαία ελληνική ἐπακροάομαι / ἐπακροῶμαι[1][2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.fuˈɡɾa.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐φου‐γκρά‐ζο‐μαι

  Ρήμα επεξεργασία

αφουγκράζομαι, π.αόρ.: αφουγκράστηκα (αποθετικό ρήμα)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. αφουγκράζομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.