Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ακούσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ακούω
  2. θα ακούσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ακούω