Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αφουγκράστρα οι αφουγκράστρες
      γενική της αφουγκράστρας
    αιτιατική την αφουγκράστρα τις αφουγκράστρες
     κλητική αφουγκράστρα αφουγκράστρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αφουγκράστρα < αφουγκραστής + κατάληξη θηλυκού -τρα < αφουγκράζομαι + -τής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αφουγκράστρα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία