αφουγκραστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αφουγκραστής < αφουγκράζομαι + -τής
Ουσιαστικό επεξεργασία
αφουγκραστής αρσενικό (θηλυκό: αφουγκράστρα)
- αυτός που αφουγκράζεται
Μεταφράσεις επεξεργασία
αφουγκραστής
|
αφουγκραστής αρσενικό (θηλυκό: αφουγκράστρα)
|