frapo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | frapo | frapoj |
αιτιατική | frapon | frapojn |
frapo (eo)
- la frapo estis forta - το χτύπημα ήταν δυνατό
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | frapo | frapoj |
αιτιατική | frapon | frapojn |
frapo (eo)