Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɹæp/
 
ομόηχο: wrap

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
rap raps

rap (en)

  1. χτύπημα με κάτι σκληρό
  2. (μη μετρήσιμο) το φταίξιμο, η ευθύνη για κάτι
    έκφραση: take the rap he took the rap - πήρε πάνω του το φταίξιμο (ενώ δεν έφταιγε)
  3. (μουσική) το ραπ

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας rap
γ΄ ενικό ενεστώτα raps
αόριστος rapped
παθητική μετοχή rapped
ενεργητική μετοχή rapping

rap (en)

  1. χτυπώ
    I heard someone rapping on the door
  2. συλλαμβάνω ή φυλακίζω ή καταδικάζω
  3. χτυπώ (κριτικάρω)
  4. απαγγέλλω ρυθμικά στο ρυθμό της μουσικής ραπ