ρυθμική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρυθμική | οι | ρυθμικές |
γενική | της | ρυθμικής | των | ρυθμικών |
αιτιατική | τη | ρυθμική | τις | ρυθμικές |
κλητική | ρυθμική | ρυθμικές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρυθμική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ρυθμικός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɾiθ.miˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρυθ‐μι‐κή
- ομόηχο: ρυθμικοί
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρυθμική θηλυκό
- (αθλητισμός) άθλημα γυμναστικής που εκτελείται σύμφωνα με ρυθμό μουσικής
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρυθμική
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ρυθμική