ενεστώτας push back
γ΄ ενικό ενεστώτα pushes back
αόριστος pushed back
παθητική μετοχή pushed back
ενεργητική μετοχή pushing back

  Ετυμολογία

επεξεργασία
push back < → δείτε τις λέξεις push και back

push back (en)

  • αναβάλλω, κάνω την ώρα ή την ημερομηνία μιας συνάντησης κτλ. αργότερα από ό,τι είχα αρχικά προγραμματιστεί
    ⮡  The meeting was pushed back until the next Monday.
    Η συνεδρίαση αναβλήθηκε για την άλλη Δευτέρα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη delay