push back
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | push back |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pushes back |
αόριστος | pushed back |
παθητική μετοχή | pushed back |
ενεργητική μετοχή | pushing back |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαpush back (en)
- αναβάλλω, κάνω την ώρα ή την ημερομηνία μιας συνάντησης κτλ. αργότερα από ό,τι είχα αρχικά προγραμματιστεί
Πηγές
επεξεργασία- push back - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 42. ISBN 9780194325684., λήμμα: αναβάλλω