Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
saving savings

saving (en)

  1. η εξοικονόμηση, η αποταμίευση, ένα ποσό από κάτι όπως χρόνο ή χρήμα που δεν χρειάζεται να χρησιμοποιήσω ή να ξοδέψω
    ⮡  Electricity saving measures were announced.
    Ανακοινώθηκαν μέτρα για εξοικονόμηση της ηλεκτρικής ενέργειας.
    ⮡  gas/water savings - αποταμίευση αερίου/νερού
    ⮡  public/national/private/monthly savings - δημόσια/εθνική/ιδιωτική/μηνιαία αποταμίευση
  2. (μόνο πληθυντικός) οι οικονομίες, οι αποταμιεύσεις, τα χρήματα που έχω οικονομήσει, ειδικά σε τράπεζα κτλ.
    ⮡  I have some savings.
    Έχω μερικές οικονομίες.
    ⮡  a savings account - λογαριασμός αποταμίευσης
    ⮡  He bought a house with his savings.
    Αγόρασε ένα σπίτι με τις αποταμιεύσεις του.
  3. (συνήθως στα σύνθετα επίθετα) η εξοικονόμηση, που εμποδίζει τη σπατάλη κάτι
    ⮡  the saving of money/energy - η εξοικονόμηση χρημάτων/ενέργειας
    ⮡  labour-saving devices - συσκευές για την εξοικονόμηση δουλειάς
    ⮡  a time-saving method - μέθοδος εξοικονόμησης χρόνου

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

saving (en)