ενικός         πληθυντικός  
saving grace saving graces

  Ετυμολογία

επεξεργασία
saving grace < → δείτε τις λέξεις saving και grace

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

saving grace (en)

  • (συνήθως ενικός) το καλό που τον σώζει, η αρετή που αντισταθμίζει ελαττώματα
    ⮡  He has the saving grace of humour.
    Έχει ένα καλό που τον σώζει-χιούμορ.