Ετυμολογία

επεξεργασία
earmark < ear + mark

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
earmark earmarks

earmark (en)

  1. σημάδεμα στο αυτί (για πρόβατα, αγελάδες, κλπ.)
  2. το σημάδι, το σημείο, η ένδειξη
ενεστώτας earmark
γ΄ ενικό ενεστώτα earmarks
αόριστος earmarked
παθητική μετοχή earmarked
ενεργητική μετοχή earmarking

earmark (en)

  1. προορίζω για μια ορισμένη χρήση
    ⮡  This amount is earmarked for research.
    Αυτό το ποσό προορίζεται για έρευνα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη allocate
  2. σημαδεύω το αυτί (προβάτου, αγελάδας, κλπ.)
  3. σημαδεύω μια σελίδα βιβλίου, εγγράφου, κλπ.