set aside
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | set aside |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sets aside |
αόριστος | set aside |
παθητική μετοχή | set aside |
ενεργητική μετοχή | setting aside |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαset aside (en)
ενεστώτας | set aside |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sets aside |
αόριστος | set aside |
παθητική μετοχή | set aside |
ενεργητική μετοχή | setting aside |
set aside (en)