ενεστώτας set aside
γ΄ ενικό ενεστώτα sets aside
αόριστος set aside
παθητική μετοχή set aside
ενεργητική μετοχή setting aside

  Ετυμολογία

επεξεργασία
set aside < → δείτε τις λέξεις set και aside

set aside (en)

  • διαθέτω, αφιερώνω, κρατώ χρήματα, χρόνο, γη κτλ. για συγκεκριμένο σκοπό
    This space has already been set aside for new school buildings.
    Αυτός ο χώρος έχει ήδη διατεθεί για νέα σχολεία κτήρια.
    One day a week is set aside for prayer.
    Μια μέρα την εβδομάδα είναι αφιερωμένη σε προσευχή.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη allocate