ενεστώτας administer
γ΄ ενικό ενεστώτα administers
αόριστος administered
παθητική μετοχή administered
ενεργητική μετοχή administering

administer (en)

  1. διοικώ, διαχειρίζομαι
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη direct
  2. φροντίζω
  3. (επίσημο) χορηγώ, δίνω φάρμακα σε κάποιον
    ⮡  They test new drugs before administering them to patients.
    Δοκιμάζουν τα νέα φάρμακα πριν τα χορηγήσουν σε ασθενείς.