administer
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | administer |
γ΄ ενικό ενεστώτα | administers |
αόριστος | administered |
παθητική μετοχή | administered |
ενεργητική μετοχή | administering |
Ρήμα
επεξεργασίαadminister (en)
- διοικώ, διαχειρίζομαι
- φροντίζω
- (επίσημο) χορηγώ, δίνω φάρμακα σε κάποιον
- ⮡ They test new drugs before administering them to patients.
- Δοκιμάζουν τα νέα φάρμακα πριν τα χορηγήσουν σε ασθενείς.
- ⮡ They test new drugs before administering them to patients.