διανομέας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | διανομέας | οι | διανομείς |
γενική | του του/της |
διανομέα διανομέως |
των | διανομέων |
αιτιατική | τον/τη | διανομέα | τους/τις | διανομείς |
κλητική | διανομέα | διανομείς | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. | ||||
Κατηγορία όπως «συγγραφέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διανομέας < διανομ(ή) + -εύς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιανομέας αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) αυτός που διανέμει και κυρίως παραδίδει ορισμένο αντικείμενο στο δικαιούχο
- ταχυδρομικός διανομέας
- ονομασία συσκευών, κυρίως ηλεκτρονικών, με τις οποίες γίνεται η διανομή ύλης ή ενέργειας
- διανομέας 802.11g με 4 θέσεις ethernet 10/100
- (δίκτυο υπολογιστών) hub: βλ. συνώνυμο πλήμνη [1]
Μεταφράσεις
επεξεργασία διανομέας
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Γιώργος Τράντζας, Ανταλλαγή Αρχείων - Πώς λειτουργεί το P2P και τα Torrent, από pcsteps.gr. Δημοσίευση 2016-05-13. Αρχειοθέτηση 2019-09-03. Προσπέλαση 2020-08-17.