ενικός         πληθυντικός  
router routers

Ετυμολογία

επεξεργασία
router < route + -er
ΔΦΑ : /ˈɹuːtə(ɹ)/ (βρετανικό)
 
ΔΦΑ : /ˈɹuːtə(ɹ)/ & /ˈɹaʊtɚ/ (ΗΠΑ)
 

Ουσιαστικό

επεξεργασία

router (en)

Υπερώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • router στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια