Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δρομολογητής οι δρομολογητές
      γενική του δρομολογητή των δρομολογητών
    αιτιατική τον δρομολογητή τους δρομολογητές
     κλητική δρομολογητή δρομολογητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δρομολογητής < λείπει η ετυμολογία
 
Ένας οικιακός δρομολογητής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δρομολογητής αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Υπερώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία