ρούτερ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρούτερ ουδέτερο άκλιτο
- (δίκτυο υπολογιστών) συσκευή που δρομολογεί τα δεδομένα από έναν υπολογιστή σε ένα δίκτυο από αυτούς
- Το ρούτερ μας είναι πολύ παλιό.
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Δρομολογητής στη Βικιπαίδεια
- ρούτερ στα Κοινά