• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

mieszkać

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Πολωνικά (pl)
    • 1.1 Προφορά
    • 1.2 Ρήμα
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις

Πολωνικά (pl)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

  (βοήθεια·αρχείο)

  ΡήμαΕπεξεργασία

mieszkać (pl)

  1. κατοικώ, μένω
    mieszkam przy ulicy Kolorowej 21 - μένω στην οδό Κολορόβεϊ 21

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • mieszkalnictwo
  • mieszkalny
  • mieszkanie
  • mieszkaniec
  • mieszkaniowy
  • mieszkaniówka
  • mieszkanka
  • mieszkanko
  • omieszkać
  • pomieszkać
  • pomieszkiwać
  • zamieszkanie
  • zamieszkać
  • zamieszkały
  • zamieszkiwanie
  • zamieszkiwać
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=mieszkać&oldid=5250240"
Τελευταία επεξεργασία στις 19 Σεπτεμβρίου 2021, στις 06:39
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 19 Σεπτεμβρίου 2021, στις 06:39.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie