Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η συγκάτοικος οι συγκάτοικοι
      γενική του/της
του
συγκατοίκου
συγκάτοικου
των συγκατοίκων
    αιτιατική τον/τη συγκάτοικο τους/τις
τους
συγκατοίκους
συγκάτοικους
     κλητική συγκάτοικε συγκάτοικοι
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό.
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συγκάτοικος < ελληνιστική κοινή συγκάτοικος < αρχαία ελληνική συγκατοικέω / συγκατοικῶ. Μορφολογικά, συν (συγ-) + κάτοικος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /siŋˈɡa.ti.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐γκά‐τοι‐κος
παλιότερος συλλαβισμός: συγ‐κά‐τοι‐κος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συγκάτοικος αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό: & (προφορικό) συγκατοίκισσα) [1]

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία