συγκάτοικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | συγκάτοικος | οι | συγκάτοικοι |
γενική | του/της του |
συγκατοίκου συγκάτοικου |
των | συγκατοίκων |
αιτιατική | τον/τη | συγκάτοικο | τους/τις τους |
συγκατοίκους συγκάτοικους |
κλητική | συγκάτοικε | συγκάτοικοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συγκάτοικος < ελληνιστική κοινή συγκάτοικος < αρχαία ελληνική συγκατοικέω / συγκατοικῶ. Μορφολογικά, συν (συγ-) + κάτοικος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /siŋˈɡa.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐γκά‐τοι‐κος
- παλιότερος συλλαβισμός : συγ‐κά‐τοι‐κος
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυγκάτοικος αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό: & (προφορικό) συγκατοίκισσα) [1]
- που κατοικεί μαζί με κάποιον άλλο, που μοιράζονται την ίδια οικία (διαμέρισμα, σπίτι κ.λπ.), που συγκατοικεί
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις συγκατοικώ, κάτοικος και οίκος
Μεταφράσεις
επεξεργασία συγκάτοικος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ συγκάτοικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας