Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συγκατοίκισσα οι συγκατοίκισσες
      γενική της συγκατοίκισσας των συγκατοικισσών
    αιτιατική τη συγκατοίκισσα τις συγκατοίκισσες
     κλητική συγκατοίκισσα συγκατοίκισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συγκατοίκισσα < συγκάτοικος + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συγκατοίκισσα[1] θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία