Ετυμολογία

επεξεργασία
συγκατοικέω < συγ- + κατοικέω < κάτοικος

συγκατοικέω / συγκατοικῶ (χωρίς μεσοπαθητική φωνή)

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία