συγκάτοικο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /siŋˈɡa.ti.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐γκά‐τοι‐κο
- παλιότερος συλλαβισμός : συγ‐κά‐τοι‐κο
- τονικό παρώνυμο: συγκατοικώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίασυγκάτοικο αρσενικό ή θηλυκό