διπλοκατοικία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði.plo.ka.tiˈci.a/
Ουσιαστικό επεξεργασία
διπλοκατοικία θηλυκό
- οικοδομή με δύο κατοικίες
- μονώροφη διπλοκατοικία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
διπλοκατοικία
|