Χιώτισσα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Χιώτισσα | οι | Χιώτισσες |
γενική | της | Χιώτισσας | των | Χιωτισσών |
αιτιατική | τη | Χιώτισσα | τις | Χιώτισσες |
κλητική | Χιώτισσα | Χιώτισσες | ||
όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈçɔ.ti.sa/
- συλλαβισμός : Χιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Χιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Χιώτης
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Χιώτης
Χιώτισσα