χίασμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χίασμα | τα | χιάσματα |
γενική | του | χιάσματος | των | χιασμάτων |
αιτιατική | το | χίασμα | τα | χιάσματα |
κλητική | χίασμα | χιάσματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χίασμα < ελληνιστική κοινή χίασμα < αρχαία ελληνική χιάζω < χῖ / χεῖ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχίασμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του χιάζω
- ανατομία, βιολογία) διασταύρωση νεύρων ή διαφόρων ανατομικών στοιχείων σ’ ένα σώμα
- άλλη μορφή του χιασμός
- (γενικότερα) οτιδήποτε έχει σχήμα Χ