χιασμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χιασμός | οι | χιασμοί |
γενική | του | χιασμού | των | χιασμών |
αιτιατική | τον | χιασμό | τους | χιασμούς |
κλητική | χιασμέ | χιασμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χιασμός < (ελληνιστική κοινή) χιασμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχιασμός αρσενικό
- η διαγώνια τοποθέτηση, ο σχηματισμός του Χ, το αποτέλεσμα του χιάζω, η ενέργεια που έχει ως αποτέλεσμα να σχηματισθεί το γράμμα Χ ως σύμβολο ή για άλλους λόγους
- (ιατρική) το χίασμα, η διασταύρωση σε σχήμα χιαστί νεύρων ή άλλων ανατομικών στοιχείων στο ανθρώπινο σώμα (όπως το οπτικό χίασμα, το σημείο του εγκεφάλου όπου εν μέρει διασταυρώνονται τα οπτικά νεύρα)
- (σχήμα λόγου) συνώνυμο του χιαστό (σχήμα χιαστό)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | χιασμός | οἱ | χιασμοί |
γενική | τοῦ | χιασμοῦ | τῶν | χιασμῶν |
δοτική | τῷ | χιασμῷ | τοῖς | χιασμοῖς |
αιτιατική | τὸν | χιασμόν | τοὺς | χιασμούς |
κλητική ὦ! | χιασμέ | χιασμοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χιασμώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | χιασμοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχιασμός αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- ο σχηματισμός διαγωνίων σε ένα παραλληλόγραμμο σχήμα ή γενικά ο σχηματισμός του Χ για διάφορους λόγους συνήθως για επισήμανση λάθους ή για την ακύρωση εγγράφου σχηματίζοτας διαγωνίους στη σελίδα του
- (σχήμα λόγου) ρητορικό σχήμα κατὰ χιασμόν, όταν η πρώτη φράση συνδέεται με την τέταρτη και η δεύτερη με την τρίτη (σχῆμα χιαστόν)
- (ιατρική) χιασμός ανατομικών στοιχείων
- η δημιουργία σκιών στη ζωγραφική
Πηγές
επεξεργασία- χιασμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.