Δείτε επίσης: χιαστῶς
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χιαστός η χιαστή το χιαστό
      γενική του χιαστού της χιαστής του χιαστού
    αιτιατική τον χιαστό τη χιαστή το χιαστό
     κλητική χιαστέ χιαστή χιαστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χιαστοί οι χιαστές τα χιαστά
      γενική των χιαστών των χιαστών των χιαστών
    αιτιατική τους χιαστούς τις χιαστές τα χιαστά
     κλητική χιαστοί χιαστές χιαστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χιαστός < (ελληνιστική κοινήχιαστός < χῖ < αρχαία ελληνική χεῖ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /çi.aˈstos/

  Επίθετο

επεξεργασία

χιαστός, -ή, -ό

  1. που μοιάζει με χι, που έχει σχήμα Χ / χ
  2. (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε τη λέξη χιαστό σχήμα λόγου

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία