χιαστός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χιαστός | η | χιαστή | το | χιαστό |
γενική | του | χιαστού | της | χιαστής | του | χιαστού |
αιτιατική | τον | χιαστό | τη | χιαστή | το | χιαστό |
κλητική | χιαστέ | χιαστή | χιαστό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χιαστοί | οι | χιαστές | τα | χιαστά |
γενική | των | χιαστών | των | χιαστών | των | χιαστών |
αιτιατική | τους | χιαστούς | τις | χιαστές | τα | χιαστά |
κλητική | χιαστοί | χιαστές | χιαστά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χιαστός < (ελληνιστική κοινή) χιαστός < χῖ < αρχαία ελληνική χεῖ
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαχιαστός, -ή, -ό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις σταυρωτός και σταυροειδής