Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σταυροειδής η σταυροειδής το σταυροειδές
      γενική του σταυροειδούς* της σταυροειδούς του σταυροειδούς
    αιτιατική τον σταυροειδή τη σταυροειδή το σταυροειδές
     κλητική σταυροειδή(ς) σταυροειδής σταυροειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σταυροειδείς οι σταυροειδείς τα σταυροειδή
      γενική των σταυροειδών των σταυροειδών των σταυροειδών
    αιτιατική τους σταυροειδείς τις σταυροειδείς τα σταυροειδή
     κλητική σταυροειδείς σταυροειδείς σταυροειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σταυροειδής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σταυροειδής

  Επίθετο επεξεργασία

σταυροειδής, -ής, -ές

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία