χιαστό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χιαστό | τα | χιαστά |
γενική | του | χιαστού | των | χιαστών |
αιτιατική | το | χιαστό | τα | χιαστά |
κλητική | χιαστό | χιαστά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χιαστό < (ελληνιστική κοινή) χιαστόν (σχήμα χιαστόν), ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου χιαστός < (ελληνιστική κοινή) χιαστός < χῖ < αρχαία ελληνική χεῖ.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /çi.aˈsto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χι‐α‐στό
σχήμα χιαστό
|
Ουσιαστικό επεξεργασία
χιαστό ουδέτερο
- σχήμα λόγου όπου οι όροι δύο φράσεων που έχουν παρόμοια δομή, εκφέρονται και συνδέονται με σειρά αντίστροφη
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις χιαστός και χι και το γράμμα Χ
Μεταφράσεις επεξεργασία
χιαστό
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
χιαστό
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
χιαστό