χι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χι < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χεῖ (ελληνιστική γραφή: χῖ)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχι ουδέτερο άκλιτο
- το όνομα του εικοστού δεύτερου γράμματος του ελληνικού αλφάβητου (χ, κεφαλαίο: Χ). (δέκατο έκτο στην αρχαία)
- (για σχήμα) ό,τι έχει το σχήμα του Χ, χιαστός
- (επαναλαμβανόμενο) ηχομιμητική λέξη που αποδίδει λεπτό γέλιο
- → δείτε τη λέξη χι χι