Δείτε επίσης: χῖ, χι χι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χι < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χεῖ (ελληνιστική γραφή: χῖ)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /çi/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χι ουδέτερο άκλιτο

  1. το όνομα του εικοστού δεύτερου γράμματος του ελληνικού αλφάβητου (χ, κεφαλαίο: Χ). (δέκατο έκτο στην αρχαία)
  2. (για σχήμα) ό,τι έχει το σχήμα του Χ, χιαστός
  3. (επαναλαμβανόμενο) ηχομιμητική λέξη που αποδίδει λεπτό γέλιο
    → δείτε τη λέξη χι χι

  Μεταφράσεις επεξεργασία