σαμπί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σαμπί < (ελληνιστική κοινή) ὡς ἄν πῖ (σαν το γράμμα πι)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σαμπί ουδέτερο άκλιτο και σανπί
- oνομασία του αρχαϊκου γράμματος (Ϡ καιϡ) του ελληνικού αλφαβήτου. Χρησιμοποιείται πλέον, μόνο ως αριθμητικό σύμβολο Ϡ'= 900