φι
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
φι ουδέτερο άκλιτο
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- στο πι και φι: πολύ γρήγορα (από την παλιά συνήθεια στα σχολεία να ζητούν οι δάσκαλοι από τους μαθητές να πουν τα χειλικά σύμφωνα, δηλαδή το πι,βι,φι) (→ δείτε τη λέξη άψε σβήσε)