άψε σβήσε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- άψε σβήσε: → δείτε τη λέξη στο άψε σβήσε
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈapse ˈzvise/
Έκφραση
επεξεργασία
άψε σβήσε
- κυρίως στην έκφραση με το στο: στο άψε σβήσε: σε πολύ μικρό χρόνο
- (ως επίρρημα) πολύ γρήγορα, αστραπιαία
- Άψε σβήσε έκανε τον υπολογισμό!
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασία→ δείτε αμέσως#Συνώνυμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
άψε σβήσε
{{βλ|όρος=1|στο άψε σβήσε|αμέσως]] |