Ετυμολογία

επεξεργασία
έψιλον < αρχαία ελληνική ἒ ψιλόν, μεταγενέστερη ονομασία του γράμματος ε, το οποίο αρχικά ονομαζόταν εἶ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

έψιλον ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία