πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σίγμα τα σίγματα
      γενική του σίγματος των σιγμάτων
    αιτιατική το σίγμα τα σίγματα
     κλητική σίγμα σίγματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σίγμα  τα σίγμα 
      γενική του σίγμα  των σίγμα 
    αιτιατική το σίγμα  τα σίγμα 
     κλητική σίγμα  σίγμα 
ΑΚΛΙΤΟ
όπως «άκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ελληνικό αλφάβητο
 Α α   άλφα / ἄλφα Νν νι / νῦ
 Β β ϐ   βήτα / βῆτα Ξξ ξι / ξεῖ, ξῖ, ξῦ
 Γγ γάμα / γάμμα Οο όμικρον /  μικρόν, (οὖ)
 Δδ δέλτα Ππϖ πι / πεῖ, πῖ
 Εε έψιλον /  ψιλόν, (εἶ) Ρρϱρο / ῥῶ
 Ζζ ζήτα / ζῆτα Σσ/ς σίγμα / σῖγμα
 Ηη ήτα / ἦτα Ττ ταυ / ταῦ
 Θθϑθήτα / θῆτα Υυ ύψιλον /  ψιλόν, ()
 Ιι γιώτα, ιώτα / ἰῶτα Φφϕφι / φεῖ, φῖ
 Κκϰκάπα / κάππα Χχ χι / χεῖ, χῖ
 Λλ λάμδα, λάμβδα / λάβδα Ψψ ψι / ψεῖ, ψῖ
 Μμ μι / μῦ Ωω ωμέγα /  μέγα, ()
Παρωχημένα γράμματα
 Ϝϝ δίγαμμα  Ϻϻ σαν
 Ϛϛ στίγμα  Ϸϸ σω
 Ϡϡ σαμπί  Ͳͳ παλαιό σαμπί
 Ϙϙ κόππα  Ϟϟ μεταγενέστερο κόππα
 Ͱͱ ἧτα (δασυνόμενο)  Ϲ ϲ μηνοειδές σίγμα
 Ϗϗ και  Ȣȣ ου
 Ͷͷ παμφυλιακό δίγαμμα     

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σίγμα ουδέτερο άκλιτο ή κλιτό, εναλλακτικός πληθυντικός και σίγματα

Εκφράσεις

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία



Ετυμολογία

επεξεργασία
σίγμα < Κατά μία άποψη, < σιγμός (σφύριγμα)[1] < σίζω (ως μεταφορά τού: φοινικική 𐤔 (š‬/šīn/)[1])
Κατ' άλλη άποψη, ...  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   [2]

Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1 2 Αναστάσιος-Φοίβος Χριστίδης (επιμέλεια), Ιστορία της Ελληνικής γλώσσας: από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα, εκδ. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 2001, ISBN 9602310944, σελ. 214.
  2. σίγμα (εκδοχές ετυμολόγησης) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.