- σίγμα < αρχαία ελληνική σίγμα / σῖγμα < σιγμός (σφύριγμα)[1] < σίζω (ως μεταφορά τού: φοινικική 𐤔 (š/šīn/)[1])
- ΔΦΑ : /ˈsiɣ.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σίγ‐μα
σίγμα ουδέτερο άκλιτο ή κλιτό
εναλλακτικός πληθυντικός και σίγματα
- τα ’πε με το νι και με το σίγμα: για κάτι που μεταφέρεται λεπτομερώς, όπως ακριβώς ειπώθηκε ή διαδραματίσθηκε, με πιστή αναπαραγωγή.
- Η φράση σχηματίστηκε όταν στα σχολεία οι δάσκαλοι ζητούσαν πλήρη άρθρωση των λέξεων όπως π.χ. παιδίον και πόλις, δηλαδή με το τελικό σίγμα και το τελικό νι, όχι όπως προφέρονταν στην δημοτική, παιδί και πόλη)
- ↑ 1,0 1,1 Αναστάσιος-Φοίβος Χριστίδης (επιμέλεια), Ιστορία της Ελληνικής γλώσσας: από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα, εκδ. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 2001, ISBN 9602310944, σελ. 214.