σιγμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σιγμός | οι | σιγμοί |
γενική | του | σιγμού | των | σιγμών |
αιτιατική | τον | σιγμό | τους | σιγμούς |
κλητική | σιγμέ | σιγμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σιγμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασιγμός αρσενικό
- συριγμός, τραχύς συνεχής ήχος
- ιατρικά αναφέρεται στον ήχο που προκαλείται κατά την αναπνευστική προπάθεια σε περίπτωση απόφραξης του ανώτερου αναπνευστικού (αεραγωγός) πχ πνιγμονή από ξένο σώμα (φαγητό) , σε αντίθεση με τον συριγμό (=σφύριγμα) που αναφέρεται σε απόφραξη κατώτερου αναπνευστικού πχ άσθμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία σιγμός
|