↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σιγμός οι σιγμοί
      γενική του σιγμού των σιγμών
    αιτιατική τον σιγμό τους σιγμούς
     κλητική σιγμέ σιγμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σιγμός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σιγμός αρσενικό

  • συριγμός, τραχύς συνεχής ήχος
  • ιατρικά αναφέρεται στον ήχο που προκαλείται κατά την αναπνευστική προπάθεια σε περίπτωση απόφραξης του ανώτερου αναπνευστικού (αεραγωγός) πχ πνιγμονή από ξένο σώμα (φαγητό) , σε αντίθεση με τον συριγμό (=σφύριγμα) που αναφέρεται σε απόφραξη κατώτερου αναπνευστικού πχ άσθμα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία