Ετυμολογία

επεξεργασία

όμικρον > (ελληνιστική κοινή) ὂ μικρόν

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

όμικρον ουδέτερο άκλιτο

  • το δέκατο πέμπτο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου (ο, κεφαλαίο: Ο)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία