γιώτα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γιώτα < αρχαία ελληνική ἰῶτα
Ουσιαστικό
γιώτα ουδέτερο άκλιτο (ή ιώτα)
- το ένατο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου (ι, κεφαλαίο: Ι)
- (ιδιωματισμός, στρατιωτικός βαθμός) η διαβάθμιση της Σωματικής Ικανότητας των στρατεύσιμων (σε Ελλάδα και Κυπριακή Δημοκρατία), από το αρχικό γράμμα της λέξης ικανότητα (ακολουθείται από τους αριθμούς 1 έως 5)
- —Το πήρες τελικά τα γιώτα φιλάρα; —Ναι ρε συ, μου έδωσαν Ι4, θα την περάσω ζωή και κότα χωρίς όπλο στη θητεία!
Συγγενικά
- γιωτάς (ιδιωματισμός, αργκό)