Ετυμολογία

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαγώνιος η διαγώνια
& διαγώνιος
το διαγώνιο
      γενική του διαγώνιου
& διαγωνίου
της διαγώνιας
& διαγωνίου
του διαγώνιου
& διαγωνίου
    αιτιατική τον διαγώνιο τη διαγώνια
& διαγώνιο
το διαγώνιο
     κλητική διαγώνιε διαγώνια
& διαγώνιε
διαγώνιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαγώνιοι οι διαγώνιες
& διαγώνιοι
τα διαγώνια
      γενική των διαγώνιων
& διαγωνίων
των διαγώνιων
& διαγωνίων
των διαγώνιων
& διαγωνίων
    αιτιατική τους διαγώνιους
& διαγωνίους
τις διαγώνιες
& διαγωνίους
τα διαγώνια
     κλητική διαγώνιοι διαγώνιες
& διαγώνιοι
διαγώνια
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση.
Κατηγορία όπως «ευκλείδειος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

διαγώνιος, -α/-ος, -ο

  1. που ξεκινά από μια γωνία και καταλήγει σε μια άλλη, μη διαδοχική
  2. λοξός, όχι παράλληλος με μία από τις γραμμές που σχηματίζουν το πλαίσιο ενός αντικειμένου· ούτε οριζόντιος ούτε κατακόρυφος
      το πουκάμισο είχε διαγώνιες μπλε και άσπρες ρίγες

Συγγενικά

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαγώνιος οι διαγώνιοι (διαγώνιες)
      γενική της διαγωνίου των διαγωνίων
    αιτιατική τη διαγώνιο τις διαγωνίους (διαγώνιες)
     κλητική διαγώνιε (διαγώνιο) διαγώνιοι (διαγώνιες)
Κατηγορία όπως «διάμετρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

διαγώνιος θηλυκό

Mια διαγώνιος ενώνει τα σημεία Α και Β.

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
διαγώνιος < δια- + αρχαία ελληνική γων(ία) + -ιος
  • για το ουσιαστικό: εννοείται (sc.) η λέξη γραμμή

Ουσιαστικό

επεξεργασία