Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νευριασμένος η νευριασμένη το νευριασμένο
      γενική του νευριασμένου της νευριασμένης του νευριασμένου
    αιτιατική τον νευριασμένο τη νευριασμένη το νευριασμένο
     κλητική νευριασμένε νευριασμένη νευριασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νευριασμένοι οι νευριασμένες τα νευριασμένα
      γενική των νευριασμένων των νευριασμένων των νευριασμένων
    αιτιατική τους νευριασμένους τις νευριασμένες τα νευριασμένα
     κλητική νευριασμένοι νευριασμένες νευριασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

νευριασμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία