• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

νευριασμένος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νευριασμένος η νευριασμένη το νευριασμένο
      γενική του νευριασμένου της νευριασμένης του νευριασμένου
    αιτιατική τον νευριασμένο τη νευριασμένη το νευριασμένο
     κλητική νευριασμένε νευριασμένη νευριασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νευριασμένοι οι νευριασμένες τα νευριασμένα
      γενική των νευριασμένων των νευριασμένων των νευριασμένων
    αιτιατική τους νευριασμένους τις νευριασμένες τα νευριασμένα
     κλητική νευριασμένοι νευριασμένες νευριασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

επεξεργασία

νευριασμένος, -η, -ο

  • μετοχή παθητικού παρακειμένου νευριάζω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    νευριασμένος
  • γαλλικά : énervé (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=νευριασμένος&oldid=5574265"
Τελευταία επεξεργασία στις 21 Ιουλίου 2022, στις 05:25

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 21 Ιουλίου 2022, στις 05:25.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας