Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νευριασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
νευριασμέν
ος
η
νευριασμέν
η
το
νευριασμέν
ο
γενική
του
νευριασμέν
ου
της
νευριασμέν
ης
του
νευριασμέν
ου
αιτιατική
τον
νευριασμέν
ο
τη
νευριασμέν
η
το
νευριασμέν
ο
κλητική
νευριασμέν
ε
νευριασμέν
η
νευριασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
νευριασμέν
οι
οι
νευριασμέν
ες
τα
νευριασμέν
α
γενική
των
νευριασμέν
ων
των
νευριασμέν
ων
των
νευριασμέν
ων
αιτιατική
τους
νευριασμέν
ους
τις
νευριασμέν
ες
τα
νευριασμέν
α
κλητική
νευριασμέν
οι
νευριασμέν
ες
νευριασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
νευριασμένος
, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
νευριάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νευριασμένος
γαλλικά
:
énervé
(fr)