νευριασμένα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νευριασμένα < νευριασμένος + -α
Επίρρημα επεξεργασία
νευριασμένα
- με νευριασμένο τρόπο
Μεταφράσεις επεξεργασία
νευριασμένα
|
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
νευριασμένα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του νευριασμένος