Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διασχισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διασχισμέν
ος
η
διασχισμέν
η
το
διασχισμέν
ο
γενική
του
διασχισμέν
ου
της
διασχισμέν
ης
του
διασχισμέν
ου
αιτιατική
τον
διασχισμέν
ο
τη
διασχισμέν
η
το
διασχισμέν
ο
κλητική
διασχισμέν
ε
διασχισμέν
η
διασχισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διασχισμέν
οι
οι
διασχισμέν
ες
τα
διασχισμέν
α
γενική
των
διασχισμέν
ων
των
διασχισμέν
ων
των
διασχισμέν
ων
αιτιατική
τους
διασχισμέν
ους
τις
διασχισμέν
ες
τα
διασχισμέν
α
κλητική
διασχισμέν
οι
διασχισμέν
ες
διασχισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
διασχισμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
διασχίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διασχισμένος