στατάριον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | στατάριον | τὰ | στατάριᾰ |
γενική | τοῦ | σταταρίου | τῶν | σταταρίων |
δοτική | τῷ | σταταρίῳ | τοῖς | σταταρίοις |
αιτιατική | τὸ | στατάριον | τὰ | στατάριᾰ |
κλητική ὦ! | στατάριον | στατάριᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σταταρίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σταταρίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στατάριον < στατήρ < ἵστημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *stísteh₂- < *steh₂
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστατάριον ουδέτερο