πρατηριούχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πρατηριούχος < πρατήρι(ο) + -ούχος
Ουσιαστικό επεξεργασία
πρατηριούχος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) ιδιοκτήτης ενός πρατηρίου
- πρατηριούχος υγρών καυσίμων: βενζινοπώλης
Μεταφράσεις επεξεργασία
πρατηριούχος
|