βρομερά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαβρομερά < βρομερός
Επίρρημα
επεξεργασίαβρομερά
- με βρομερό τρόπο
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαβρομερά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βρομερό
βρομερά < βρομερός
βρομερά
βρομερά